elder$24119$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

elder$24119$ - translation to ελληνικό

BRITISH POLITICIAN (BORN 1950)
Baron Elder; Lord Elder; Thomas Murray Elder; Murray Elder; Thomas Elder, Baron Elder

elder      
n. γεροντότερος
elder statesman         
CIVIL SERVANT OR POLITICIAN IN HIGH GOVERNMENT OFFICES
Statesmanship; Elder statesman; Statesmen; Statesman (politics); Stateswoman; Statesperson; The Statesman; Statesman (disambiguation)
παλαίμαχος πολιτικός

Ορισμός

elder
elder1
¦ adjective (of one or more out of a group of people) of a greater age.
¦ noun
1. (one's elder) a person of greater age than one.
2. a leader or senior figure in a community or tribe.
3. an official in the early Christian Church, or of various Protestant Churches and sects.
Derivatives
eldership noun
Origin
OE ieldra, eldra, of Gmc origin; related to eld and old.
--------
elder2
¦ noun a small tree or shrub with white flowers and bluish-black or red berries. [Sambucus nigra and related species.]
?used in names of other plants resembling this, e.g. ground elder.
Origin
OE ell?rn; related to Mid. Low Ger. ellern, elderne.

Βικιπαίδεια

Murray Elder, Baron Elder

Thomas Murray Elder, Baron Elder (born 9 May 1950), known as Murray Elder, is a British Labour politician and member of the House of Lords.